- δημότης
- ο (θηλ. δημότις και δημότισσα, η) (AM δημότης, Α και δαμότας και δαμέτας)αυτός που ανήκει σε κάποιο δήμο και είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα τουμσν.μέλος φατρίας ιπποδρόμουαρχ.1. άνθρωπος τού δήμου, τού λαού, σε αντίθεση προς τους άρχοντες και τους ευγενείς2. άνθρωπος κοινός, απλοϊκός, δίχως ιδιαίτερη παιδεία ή καλλιέργεια3. ο συνδημότης, ο συμπολίτης.
Dictionary of Greek. 2013.